Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δωρίσδω — βλ. δωρίζω (Ι) … Dictionary of Greek
δωρίζω — (I) δωρίζω και δωρ. τ. δωρίσδω (Α) 1. μιμούμαι τους Δωριείς 2. παθ. είμαι γραμμένος στη δωρική διάλεκτο. (II) (Μ δωρίζω) κάνω δωρεά, χαρίζω … Dictionary of Greek